νούσῳ — νόσος sickness fem dat sg (epic ionic) νοῦσος sickness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασιτούμαι — κατασιτοῡμαι, έομαι (Α) κατατρώγω κάτι («τὸν δὲ νούσῳ τελευτήσαντα οὐ κατασιτέονται, ἀλλὰ γῆ κρύπτουσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιτοῦμαι «τρώγω» (< σῖτος)] … Dictionary of Greek
συμπαρομαρτώ — συμπαρομαρτῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν. β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.) νεοελλ. (συν. το ουδ. πληθ. μτχ.… … Dictionary of Greek
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
ВОСКРЕСЕНИЕ МЕРТВЫХ — [греч. ἀνάστασις (τῶν) νεκρῶν], возобновление жизни в теле после смерти. Идея В. м. в древнем мире Нек рые мифы и религ. практики различных древних культур содержат идею возобновления телесной жизни после смерти. К ним относят прежде всего т. н.… … Православная энциклопедия